προχρονολόγηση

προχρονολόγηση
[-ις (-εως)] η оформление задним числом

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "προχρονολόγηση" в других словарях:

  • προχρονολόγηση — η η πράξη και το αποτέλεσμα του προχρονολογώ, η αναγραφή ημερομηνίας πριν από την κανονική: Η προχρονολόγηση εγγράφου είναι πράξη παράνομη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προχρονολόγηση — η, Ν χρονολόγηση που δείχνει χρόνο προγενέστερο τού πραγματικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < προχρονολογώ. Η λ., στον λόγιο τ. προχρονολόγησις, μαρτυρείται από το 1833 στους Ἑλληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»